Lemmas α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω ἀγαθώτερος, ἀγαθώτατος(Phryn. Ecl. 65)ἀγανακτῶ σου(forthcoming)ᾄδειν ὅμοιον(Phryn. PS 20.1–2, Phot. α 551)ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος(Moer. α 49, [Hdn.] Philet. 179, Phryn. PS 36.5–12, Poll. 6.119)ᾄδω, κοκκύζω(Antiatt. κ 6, Phryn. PS 35.14–5, Poll. 5.89)ἄθλιος(Moer. α 96, Poll. 3.116, Poll. 5.162–3, Poll. 9.24–5)ἄθρους(forthcoming)αἴδεσις(Αntiatt. α 72)αἰκάλλοντες(Phryn. PS 36.1–4)ἀκολουθεῖν μετ’ αὐτοῦ (Antiatt. α 122, Phryn. Ecl. 330, Σb α 747 [= Phot. α 789])ἀκολουθοῦντε(Σb α 746, Phot. α 788, Phryn. PS fr. *114)ἀκροφύσιον, ἀπ’ ἀκροφυσίων λόγους ἐπιδεικνύναι(Phryn. PS fr. *236)ἀλεκτορίς(Phryn. Ecl. 200)ἀληθεστέρως, καταδεεστέρως(Antiatt. α 39, Antiatt. κ 48)ἁμαξιαῖα ῥήματα(Phryn. PS 43.5–8)ἀμεινόνως(Antiatt. α 40)ἀμεινότερος, ῥᾳότερος(Phryn. Ecl. 106, Phryn. Ecl. 382)ἀμείνω, ἥττω(Moer. α 75, Moer. η 10)ἀμφαρίστερος, ἐπαρίστερος(Phryn. PS 2.7–8, Phryn. Ecl. 227, Poll. 2.160)ἀμφίκαυστις(Phryn. PS fr. *18)ἀναρριχάομαι(Phryn. PS 32.2–4, Moer. α 129)ἀνατοιχέω, διατοιχέω(Phryn. PS 62.1–3, Phryn. Ecl. 132, Antiatt. δ 28, Poll. 1.114)ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος(Phryn. PS 21.12)ἀνθέων(Antiatt. α 137, [Hdn.] Philet. 7)ἀνθρωπεία, ἀνθρωπίνη(forthcoming)ἀνταναγιγνώσκω, ἀντιβάλλω(Phryn. PS 47.16–7, Phryn. Ecl. 188)ἀπαρκεῖ, ἀπήρκει(Moer. ο 34, Poll. 9.154)ἄπαρνος, ἔξαρνος(Phryn. PS 11.13, Poll. 5.104)ἁπλᾶ, διπλᾶ, τριπλᾶ(Phryn. PS 43.17–9, Moer. τ 22)ἄπλυτος πώγων(Phryn. PS 4.1–2)ἀπολλύασιν, ἀπολλύουσιν, and other 3rd person plurals of -νύμι verbs(forthcoming)ἀριθμός(Philemo [Laur.] 355)ἄρτι(Phryn. Ecl. 11, Phryn. PS 17.3–9, Thom.Mag. 29.11)ἀρχῆθεν(Phryn. Ecl. 66, Phryn. PS 9.9–11, Antiatt. α 138, Σb α 2201)ἄτεγκτος(Phryn. PS 7.7–9)αὐθεκαστότης, αὐθέκαστος(Phryn. Ecl. 329)αὐθέντης(forthcoming)αὐτόκερας, αὐτόκρατον(Phryn. PS 1.9–11, Phryn. PS 29.13–5, Poll. 6.23–4)αὐτοσχεδιάζειν, ἥκειν, λαμβάνειν(Phryn. PS 3.11–6, Moer. λ 1)ἀφῆλιξ, ἀφηλικέστερος(Phryn. Ecl. 56, Phryn. PS 1.1–6, Poll. 2.17, Moer. α 153, [Hdn.] Philet. 168)ἀφθονέστερον, ἀρχαιέστερον(Antiatt. α 74, Antiatt. α 75)ἀφρόνιτρον(forthcoming)ἄψοφον ἔχειν στόμα(Phryn. PS 11.22–3)